Definify.com
Definition 2024
διαιρώ
διαιρώ
Greek
Verb
διαιρώ • (diairó) (simple past διαίρεσα, passive form διαιρούμαι)
- divide, split, disunite
- Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες. (The Civil War divided the Greeks.)
Conjugation
διαιρώ
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαιρώ | διαιρούσα | θα διαιρώ | να διαιρώ | |
2s | διαιρείς | διαιρούσες | θα διαιρείς | να διαιρείς | — |
3s | διαιρεί | διαιρούσε | θα διαιρεί | να διαιρεί | |
1p | διαιρούμε | διαιρούσαμε | θα διαιρούμε | να διαιρούμε | |
2p | διαιρείτε | διαιρούσατε | θα διαιρείτε | να διαιρείτε | διαιρείτε |
3p | διαιρούν, διαιρούνε | διαιρούσαν, διαιρούσανε | θα διαιρούν, θα διαιρούνε | να διαιρούν, να διαιρούνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαιρέσω | διαίρεσα | θα διαιρέσω | να διαιρέσω | |
2s | διαιρέσεις | διαίρεσες | θα διαιρέσεις | να διαιρέσεις | διαίρεσε |
3s | διαιρέσει | διαίρεσε | θα διαιρέσει | να διαιρέσει | |
1p | διαιρέσουμε, διαιρέσομε | διαιρέσαμε | θα διαιρέσουμε, θα διαιρέσομε | να διαιρέσουμε, να διαιρέσομε | |
2p | διαιρέσετε | διαιρέσατε | θα διαιρέσετε | να διαιρέσετε | διαιρέστε, διαιρέσετε |
3p | διαιρέσουν, διαιρέσουνε | διαίρεσαν, διαιρέσαν, διαιρέσανε | θα διαιρέσουν, θα διαιρέσουνε | να διαιρέσουν, να διαιρέσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαιρέσει | είχα διαιρέσει | θα έχω διαιρέσει | να έχω διαιρέσει | |
2s | έχεις διαιρέσει | είχες διαιρέσει | θα έχεις διαιρέσει | να έχεις διαιρέσει | |
3s | έχει διαιρέσει | είχε διαιρέσει | θα έχει διαιρέσει | να έχει διαιρέσει | |
1p | έχουμε διαιρέσει | είχαμε διαιρέσει | θα έχουμε διαιρέσει | να έχουμε διαιρέσει | |
2p | έχετε διαιρέσει | είχατε διαιρέσει | θα έχετε διαιρέσει | να έχετε διαιρέσει | |
3p | έχουν διαιρέσει | είχαν διαιρέσει | θα έχουν διαιρέσει | να έχουν διαιρέσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαιρεμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαιρεμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαιρεμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαιρεμένο | ||||
Participle: | διαιρώντας | Non-finite ‡ | διαιρέσει | 76, εσ, 2B1d, 2Β1 | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||