Definify.com

Definition 2024


διαιρώ

διαιρώ

Greek

Verb

διαιρώ (diairó) (simple past διαίρεσα, passive form διαιρούμαι)

  1. divide, split, disunite
    Ο εμφύλιος πόλεμος διαίρεσε τους Έλληνες. (The Civil War divided the Greeks.)

Conjugation