Definify.com
Definition 2024
διαλύω
διαλύω
Greek
Verb
διαλύω • (dialýo) (simple past διέλυσα, passive form διαλύομαι)
- dismantle
- dissolve (solid a solid in a solvent)
- Διέλυσα 5γρ. ζάχαρη σε λίγο νερό. ― Diélysa 5gr. záchari se lígo neró. ― I dissolved 5g sugar in a little water.
- disband, dissolve, break up, disperse
- wreck, break up
Conjugation
διαλύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαλύω | διέλυα | θα διαλύω | να διαλύω | |
2s | διαλύεις | διέλυες | θα διαλύεις | να διαλύεις | διάλυε |
3s | διαλύει | διέλυε | θα διαλύει | να διαλύει | |
1p | διαλύουμε, διαλύομε | διαλύαμε | θα διαλύουμε, διαλύομε | να διαλύουμε, διαλύομε | |
2p | διαλύετε | διαλύατε | θα διαλύετε | να διαλύετε | διαλύετε |
3p | διαλύουν, διαλύουνε | διέλυαν, διαλύαν, διαλύανε | θα διαλύουν, διαλύουνε | να διαλύουν, διαλύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διαλύσω | διέλυσα, διάλυσα | θα διαλύσω | να διαλύσω | |
2s | διαλύσεις | διέλυσες, διάλυσες | θα διαλύσεις | να διαλύσεις | διάλυσε |
3s | διαλύσει | διέλυσε, διάλυσε | θα διαλύσει | να διαλύσει | |
1p | διαλύσουμε, διαλύσομε | διαλύσαμε | θα διαλύσουμε, θα διαλύσομε | να διαλύσουμε, να διαλύσομε | |
2p | διαλύσετε | διαλύσατε | θα διαλύσετε | να διαλύσετε | διαλύσετε, διαλύστε |
3p | διαλύσουν, διαλύσουνε | διέλυσαν, διαλύσανε, διάλυσαν | θα διαλύσουν, θα διαλύσουνε | να διαλύσουν, να διαλύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διαλύσει | είχα διαλύσει | θα έχω διαλύσει | να έχω διαλύσει | |
2s | έχεις διαλύσει | είχες διαλύσει | θα έχεις διαλύσει | να έχεις διαλύσει | έχε διαλυμένο |
3s | έχει διαλύσει | είχε διαλύσει | θα έχει διαλύσει | να έχει διαλύσει | |
1p | έχουμε διαλύσει | είχαμε διαλύσει | θα έχουμε διαλύσει | να έχουμε διαλύσει | |
2p | έχετε διαλύσει | είχατε διαλύσει | θα έχετε διαλύσει | να έχετε διαλύσει | έχετε διαλυμένο |
3p | έχουν διαλύσει | είχαν διαλύσει | θα έχουν διαλύσει | να έχουν διαλύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διαλυμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διαλυμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διαλυμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διαλυμένο | ||||
Participle: | διαλύοντας | Non-finite ‡ | διαλύσει | 5, 1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||