Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
διανόηση
διανόηση
Greek
Noun
διανόηση
•
(
dianóisi
)
f
(
uncountable
)
intelligentsia
thought
Declension
Declension of
διανόηση
(
dianóisi
)
singular
nominative
διανόηση
genitive
διανόησης
/
διανοήσεως
accusative
διανόηση
vocative
διανόηση
Synonyms
ιντελιγκέντσια
f
(
intelinkéntsia
)
Similar Results