Definify.com
Definition 2025
διαρκώ
διαρκώ
Greek
Verb
διαρκώ • (diarkó) (simple past διάρκεσα, passive form —)
Conjugation
διαρκώ
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διαρκώ | διαρκούσα | θα διαρκώ | να διαρκώ | |
| 2s | διαρκείς | διαρκούσες | θα διαρκείς | να διαρκείς | — |
| 3s | διαρκεί | διαρκούσε | θα διαρκεί | να διαρκεί | |
| 1p | διαρκούμε | διαρκούσαμε | θα διαρκούμε | να διαρκούμε | |
| 2p | διαρκείτε | διαρκούσατε | θα διαρκείτε | να διαρκείτε | διαρκείτε |
| 3p | διαρκούν, διαρκούνε | διαρκούσαν, διαρκούσανε | θα διαρκούν, θα διαρκούνε | να διαρκούν, να διαρκούνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | διαρκέσω | διάρκεσα | θα διαρκέσω | να διαρκέσω | |
| 2s | διαρκέσεις | διάρκεσες | θα διαρκέσεις | να διαρκέσεις | διάρκεσε |
| 3s | διαρκέσει | διάρκεσε | θα διαρκέσει | να διαρκέσει | |
| 1p | διαρκέσουμε, διαρκέσομε | διαρκέσαμε | θα διαρκέσουμε, θα διαρκέσομε | να διαρκέσουμε, να διαρκέσομε | |
| 2p | διαρκέσετε | διαρκέσατε | θα διαρκέσετε | να διαρκέσετε | διαρκέστε, διαρκέσετε |
| 3p | διαρκέσουν, διαρκέσουνε | διάρκεσαν, διαρκέσαν, διαρκέσανε | θα διαρκέσουν, θα διαρκέσουνε | να διαρκέσουν, να διαρκέσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω διαρκέσει | είχα διαρκέσει | θα έχω διαρκέσει | να έχω διαρκέσει | |
| 2s | έχεις διαρκέσει | είχες διαρκέσει | θα έχεις διαρκέσει | να έχεις διαρκέσει | |
| 3s | έχει διαρκέσει | είχε διαρκέσει | θα έχει διαρκέσει | να έχει διαρκέσει | |
| 1p | έχουμε διαρκέσει | είχαμε διαρκέσει | θα έχουμε διαρκέσει | να έχουμε διαρκέσει | |
| 2p | έχετε διαρκέσει | είχατε διαρκέσει | θα έχετε διαρκέσει | να έχετε διαρκέσει | |
| 3p | έχουν διαρκέσει | είχαν διαρκέσει | θα έχουν διαρκέσει | να έχουν διαρκέσει | |
| Participle: | διαρκώντας | Non-finite ‡ | διαρκέσει | 76, εσ, 2B1d, 2Β1 | |
| There are rare simple past forms following διήρκεσα (diírkesa) This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||