Definify.com
Definition 2025
διαρροές
διαρροές
Greek
Noun
διαρροές • (diarroés) f
- Nominative plural form of διαρροή (diarroí).
- Accusative plural form of διαρροή (diarroí).
- Vocative plural form of διαρροή (diarroí).
διαρροές • (diarroés) f