Definify.com
Definition 2025
διασκεδαστικός
διασκεδαστικός
Greek
Adjective
διασκεδαστικός • (diaskedastikós) m (feminine διασκεδαστική, neuter διασκεδαστικό)
Declension
positive forms of διασκεδαστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικός | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
| genitive | διασκεδαστικού | διασκεδαστικής | διασκεδαστικού | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών | διασκεδαστικών |
| accusative | διασκεδαστικό | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικούς | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
| vocative | διασκεδαστικέ | διασκεδαστική | διασκεδαστικό | διασκεδαστικοί | διασκεδαστικές | διασκεδαστικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διασκεδαστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διασκεδαστικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικότερος | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότεροι | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
| genitive | διασκεδαστικότερου | διασκεδαστικότερης | διασκεδαστικότερου | διασκεδαστικότερων | διασκεδαστικότερων | διασκεδαστικότερων |
| accusative | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότερους | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
| vocative | διασκεδαστικότερε | διασκεδαστικότερη | διασκεδαστικότερο | διασκεδαστικότεροι | διασκεδαστικότερες | διασκεδαστικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διασκεδαστικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | διασκεδαστικότατος | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατοι | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
| genitive | διασκεδαστικότατου | διασκεδαστικότατης | διασκεδαστικότατου | διασκεδαστικότατων | διασκεδαστικότατων | διασκεδαστικότατων |
| accusative | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατους | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
| vocative | διασκεδαστικότατε | διασκεδαστικότατη | διασκεδαστικότατο | διασκεδαστικότατοι | διασκεδαστικότατες | διασκεδαστικότατα |
Related terms
- see: διασκέδαση f (diaskédasi, “pleasure, fun”)