Definify.com
Definition 2025
διαφανής
διαφανής
Greek
Adjective
διαφανής • (diafanís) m (feminine διαφανής, neuter διαφανές)
Declension
positive forms of διαφανής
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανής | διαφανής | διαφανές | διαφανείς | διαφανείς | διαφανή |
genitive | διαφανούς | διαφανούς | διαφανούς | διαφανών | διαφανών | διαφανών |
accusative | διαφανή | διαφανή | διαφανές | διαφανείς | διαφανείς | διαφανή |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο διαφανής, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο διαφανής, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανέστερος | διαφανέστερη | διαφανέστερο | διαφανέστεροι | διαφανέστερες | διαφανέστερα |
genitive | διαφανέστερου | διαφανέστερης | διαφανέστερου | διαφανέστερων | διαφανέστερων | διαφανέστερων |
accusative | διαφανέστερο | διαφανέστερη | διαφανέστερο | διαφανέστερους | διαφανέστερες | διαφανέστερα |
vocative | διαφανέστερε | διαφανέστερη | διαφανέστερο | διαφανέστεροι | διαφανέστερες | διαφανέστερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο διαφανέστερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | διαφανέστατος | διαφανέστατη | διαφανέστατο | διαφανέστατοι | διαφανέστατες | διαφανέστατα |
genitive | διαφανέστατου | διαφανέστατης | διαφανέστατου | διαφανέστατων | διαφανέστατων | διαφανέστατων |
accusative | διαφανέστατο | διαφανέστατη | διαφανέστατο | διαφανέστατους | διαφανέστατες | διαφανέστατα |
vocative | διαφανέστατε | διαφανέστατη | διαφανέστατο | διαφανέστατοι | διαφανέστατες | διαφανέστατα |
Synonyms
- διαυγής (diavgís)
- αθόλωτος (athólotos)