Definify.com

Definition 2024


διοικητική

διοικητική

Greek

Noun

διοικητική (dioikitikí) f (plural διοικητικές, masculine διοικητικός)

  1. administrator (female)

Declension

Adjective

διοικητική (dioikitikí)

  1. Nominative feminine singular form of διοικητικός (dioikitikós).
  2. Accusative feminine singular form of διοικητικός (dioikitikós).
  3. Vocative feminine singular form of διοικητικός (dioikitikós).