Definify.com
Definition 2024
διοχετεύω
διοχετεύω
Greek
Verb
διοχετεύω • (diochetévo) (simple past διοχέτευσα)
Conjugation
διοχετεύω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | διοχετεύω | διοχέτευα | θα διοχετεύω | να διοχετεύω | |
2s | διοχετεύεις | διοχέτευες | θα διοχετεύεις | να διοχετεύεις | διοχέτευε |
3s | διοχετεύει | διοχέτευε | θα διοχετεύει | να διοχετεύει | |
1p | διοχετεύουμε, διοχετεύομε | διοχετεύαμε | θα διοχετεύουμε, διοχετεύομε | να διοχετεύουμε, διοχετεύομε | |
2p | διοχετεύετε | διοχετεύατε | θα διοχετεύετε | να διοχετεύετε | διοχετεύετε |
3p | διοχετεύουν, διοχετεύουνε | διοχέτευαν, διοχετεύαν, διοχετεύανε | θα διοχετεύουν, διοχετεύουνε | να διοχετεύουν, διοχετεύουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | διοχετεύσω | διοχέτευσα | θα διοχετεύσω | να διοχετεύσω | |
2s | διοχετεύσεις | διοχέτευσες | θα διοχετεύσεις | να διοχετεύσεις | διοχέτευσε |
3s | διοχετεύσει | διοχέτευσε | θα διοχετεύσει | να διοχετεύσει | |
1p | διοχετεύσουμε, διοχετεύσομε | διοχετεύσαμε | θα διοχετεύσουμε, διοχετεύσομε | να διοχετεύσουμε, διοχετεύσομε | |
2p | διοχετεύσετε | διοχετεύσατε | θα διοχετεύσετε | να διοχετεύσετε | διοχετεύστε, διοχετεύτε |
3p | διοχετεύσουν, διοχετεύσουνε | διοχέτευσαν, διοχετεύσαν, διοχετεύσανε | θα διοχετεύσουν, διοχετεύσουνε | να διοχετεύσουν, διοχετεύσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω διοχετεύσει | είχα διοχετεύσει | θα έχω διοχετεύσει | να έχω διοχετεύσει | |
2s | έχεις διοχετεύσει | είχες διοχετεύσει | θα έχεις διοχετεύσει | να έχεις διοχετεύσει | έχε διοχετευμένο |
3s | έχει διοχετεύσει | είχε διοχετεύσει | θα έχει διοχετεύσει | να έχει διοχετεύσει | |
1p | έχουμε διοχετεύσει | είχαμε διοχετεύσει | θα έχουμε διοχετεύσει | να έχουμε διοχετεύσει | |
2p | έχετε διοχετεύσει | είχατε διοχετεύσει | θα έχετε διοχετεύσει | να έχετε διοχετεύσει | έχετε διοχετευμένο |
3p | έχουν διοχετεύσει | είχαν διοχετεύσει | θα έχουν διοχετεύσει | να έχουν διοχετεύσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) διοχετευμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) διοχετευμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) διοχετευμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) διοχετευμένο | ||||
Participle: | διοχετεύοντας | Non-finite ‡ | διοχετεύσει | 17, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||