Definify.com
Definition 2025
δοκιμάζω
δοκιμάζω
Greek
Verb
δοκιμάζω • (dokimázo) (simple past δοκίμασα, passive form δοκιμάζομαι)
- (transitive) try, try out
- Δοκίμασες ποτέ πίτσα με ανανά; ― Dokímases poté pítsa me ananá? ― Ever tried pineapple pizza?
- (transitive) test
- (transitive) taste
- (intransitive) attempt, try
- Δοκίμασε να σκαρφαλώσει το βουνό. ― Dokímase na skarfalósei to vounó. ― He tried to climb the mountain.
Conjugation
δοκιμάζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | δοκιμάζω | δοκίμαζα | θα δοκιμάζω | να δοκιμάζω | |
2s | δοκιμάζεις | δοκίμαζες | θα δοκιμάζεις | να δοκιμάζεις | δοκίμαζε |
3s | δοκιμάζει | δοκίμαζε | θα δοκιμάζει | να δοκιμάζει | |
1p | δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | δοκιμάζαμε | θα δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | να δοκιμάζουμε, δοκιμάζομε | |
2p | δοκιμάζετε | δοκιμάζατε | θα δοκιμάζετε | να δοκιμάζετε | δοκιμάζετε |
3p | δοκιμάζουν, δοκιμάζουνε | δοκίμαζαν, δοκιμάζαν, δοκιμάζανε | θα δοκιμάζουν, δοκιμάζουνε | να δοκιμάζουν, δοκιμάζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | δοκιμάσω | δοκίμασα | θα δοκιμάσω | να δοκιμάσω | |
2s | δοκιμάσεις | δοκίμασες | θα δοκιμάσεις | να δοκιμάσεις | δοκίμασε |
3s | δοκιμάσει | δοκίμασε | θα δοκιμάσει | να δοκιμάσει | |
1p | δοκιμάσουμε, δοκιμάσομε | δοκιμάσαμε | θα δοκιμάσουμε, δοκιμάσομε | να δοκιμάσουμε, δοκιμάσομε | |
2p | δοκιμάσετε | δοκιμάσατε | θα δοκιμάσετε | να δοκιμάσετε | δοκιμάστε |
3p | δοκιμάσουν, δοκιμάσουνε | δοκίμασαν, δοκιμάσαν, δοκιμάσανε | θα δοκιμάσουν, δοκιμάσουνε | να δοκιμάσουν, δοκιμάσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω δοκιμάσει | είχα δοκιμάσει | θα έχω δοκιμάσει | να έχω δοκιμάσει | |
2s | έχεις δοκιμάσει | είχες δοκιμάσει | θα έχεις δοκιμάσει | να έχεις δοκιμάσει | έχε δοκιμασμένο |
3s | έχει δοκιμάσει | είχε δοκιμάσει | θα έχει δοκιμάσει | να έχει δοκιμάσει | |
1p | έχουμε δοκιμάσει | είχαμε δοκιμάσει | θα έχουμε δοκιμάσει | να έχουμε δοκιμάσει | |
2p | έχετε δοκιμάσει | είχατε δοκιμάσει | θα έχετε δοκιμάσει | να έχετε δοκιμάσει | έχετε δοκιμασμένο |
3p | έχουν δοκιμάσει | είχαν δοκιμάσει | θα έχουν δοκιμάσει | να έχουν δοκιμάσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) δοκιμασμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) δοκιμασμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) δοκιμασμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) δοκιμασμένο | ||||
Participle: | δοκιμάζοντας | Non-finite ‡ | δοκιμάσει | 35, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
- αποδοκιμάζω (apodokimázo, “to condemn”)
- επιδοκιμάζω (epidokimázo, “to approve”)
- and see: δοκιμή f (dokimí, “trial, test”)