Definify.com

Definition 2025


δυσλειτουργικά

δυσλειτουργικά

Greek

Adjective

δυσλειτουργικά (dysleitourgiká)

  1. Nominative neuter plural form of δυσλειτουργικός (dysleitourgikós).
  2. Accusative neuter plural form of δυσλειτουργικός (dysleitourgikós).
  3. Vocative neuter plural form of δυσλειτουργικός (dysleitourgikós).