Definify.com
Definition 2024
είδος
είδος
See also: εἶδος
Greek
Noun
είδος • (eídos) n (plural είδη)
- kind, form, type
- Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση.
- The bench is a kind of furniture used in school.
- Στο κατάστημά μας θα βρείτε μεγάλη ποικιλία σε ηλεκτρικά είδη.
- In our shop you will find a wide variety of electrical items.
- Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση.
- (biology) species
- Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens.
- Modern man belongs to the species Homo Sapiens.
- Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens.
- (fashion) style, wear
Declension
declension of είδος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | είδος | είδη |
genitive | είδους | ειδών |
accusative | είδος | είδη |
vocative | είδος | είδη |
Related terms
- αβγοειδής (avgoeidís, “egg shaped, oviform”)