Definify.com

Definition 2024


είδος

είδος

See also: εἶδος

Greek

Noun

είδος (eídos) n (plural είδη)

  1. kind, form, type
    Το θρανίο είναι ένα είδος επίπλου για σχολική χρήση.
    The bench is a kind of furniture used in school.
    Στο κατάστημά μας θα βρείτε μεγάλη ποικιλία σε ηλεκτρικά είδη.
    In our shop you will find a wide variety of electrical items.
  2. (biology) species
    Ο σημερινός άνθρωπος ανήκει στο είδος Homo Sapiens.
    Modern man belongs to the species Homo Sapiens.
  3. (fashion) style, wear

Declension

Related terms