Definify.com
Definition 2025
ειδοποιούμαι
ειδοποιούμαι
Greek
Verb
ειδοποιούμαι • (eidopoioúmai) (simple past ειδοποιήθηκα, active form ειδοποιώ, passive)
- passive of ειδοποιώ (eidopoió)
Conjugation
ειδοποιούμαι
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | ειδοποιούμαι | ειδοποιιόμουν, ειδοποιιόμουνα | θα ειδοποιούμαι | να ειδοποιούμαι | |
| 2s | ειδοποιείσαι | ειδοποιιόσουν, ειδοποιιόσουνα | θα ειδοποιείσαι | να ειδοποιείσαι | — |
| 3s | ειδοποιείται | ειδοποιιόταν, ειδοποιιότανε | θα ειδοποιείται | να ειδοποιείται | |
| 1p | ειδοποιούμαστε, ειδοποιόμαστε | ειδοποιιόμαστε, ειδοποιιόμασταν | θα ειδοποιούμαστε | να ειδοποιούμαστε | |
| 2p | ειδοποιείστε, ειδοποιόσαστε | ειδοποιιόσαστε, ειδοποιιόσασταν | θα ειδοποιείστε | να ειδοποιείστε | ειδοποιείστε |
| 3p | ειδοποιούνται | ειδοποιιόνταν, ειδοποιιούνταν, ειδοποιιόντουσαν, ειδοποιιόντανε | θα ειδοποιούνται | να ειδοποιούνται | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | ειδοποιηθώ | ειδοποιήθηκα | θα ειδοποιηθώ | να ειδοποιηθώ | |
| 2s | ειδοποιηθείς | ειδοποιήθηκες | θα ειδοποιηθείς | να ειδοποιηθείς | ειδοποιήσου |
| 3s | ειδοποιηθεί | ειδοποιήθηκε | θα ειδοποιηθεί | να ειδοποιηθεί | |
| 1p | ειδοποιηθούμε | ειδοποιηθήκαμε | θα ειδοποιηθούμε | να ειδοποιηθούμε | |
| 2p | ειδοποιηθείτε | ειδοποιηθήκατε | θα ειδοποιηθείτε | να ειδοποιηθείτε | ειδοποιηθείτε |
| 3p | ειδοποιηθούν, ειδοποιηθούνε | ειδοποιήθηκαν, ειδοποιηθήκανε, ειδοποιηθήκαν | θα ειδοποιηθούν, θα ειδοποιηθούνε | να ειδοποιηθούν, να ειδοποιηθούνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω ειδοποιηθεί | είχα ειδοποιηθεί | θα έχω ειδοποιηθεί | να έχω ειδοποιηθεί | |
| 2s | έχεις ειδοποιηθεί | είχες ειδοποιηθεί | θα έχεις ειδοποιηθεί | να έχεις ειδοποιηθεί | |
| 3s | έχει ειδοποιηθεί | είχε ειδοποιηθεί | θα έχει ειδοποιηθεί | να έχει ειδοποιηθεί | |
| 1p | έχουμε ειδοποιηθεί | είχαμε ειδοποιηθεί | θα έχουμε ειδοποιηθεί | να έχουμε ειδοποιηθεί | |
| 2p | έχετε ειδοποιηθεί | είχατε ειδοποιηθεί | θα έχετε ειδοποιηθεί | να έχετε ειδοποιηθεί | |
| 3p | έχουν ειδοποιηθεί | είχαν ειδοποιηθεί | θα έχουν ειδοποιηθεί | να έχουν ειδοποιηθεί | |
| Participle: | — | Non-finite ‡ | ειδοποιηθεί | 75 pass2 ούμαι1 | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||