Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
εισαγωγή
εισαγωγή
See also:
εἰσαγωγή
Greek
Noun
εισαγωγή
•
(
eisagogí
)
f
(
plural
εισαγωγές
)
import
,
admission
,
introduction
.
Declension
declension of
εισαγωγή
singular
plural
nominative
εισαγωγή
εισαγωγές
genitive
εισαγωγής
εισαγωγών
accusative
εισαγωγή
εισαγωγές
vocative
εισαγωγή
εισαγωγές
Etymology
From the
Ancient Greek
εἰσᾰγωγή
(
eisagōgḗ
)
.
Similar Results