Definify.com
Definition 2024
εισαγωγές
εισαγωγές
Greek
Noun
εισαγωγές • (eisagogés) f
- Nominative plural form of εισαγωγή (eisagogí).
- Accusative plural form of εισαγωγή (eisagogí).
- Vocative plural form of εισαγωγή (eisagogí).
εισαγωγές • (eisagogés) f