Definify.com
Definition 2025
εκβιομηχάνιση
εκβιομηχάνιση
Greek
Noun
εκβιομηχάνιση • (ekviomichánisi) f (uncountable)
Declension
Declension of εκβιομηχάνιση (ekviomichánisi)
singular | |
---|---|
nominative | εκβιομηχάνιση |
genitive | εκβιομηχάνισης / εκβιομηχανίσεως |
accusative | εκβιομηχάνιση |
vocative | εκβιομηχάνιση |
Related terms
- see: βιομηχανία f (viomichanía, “industry”)