Definify.com
Definition 2024
εκσπερμάτιση
εκσπερμάτιση
Greek
Noun
εκσπερμάτιση • (ekspermátisi) f
- (physiology) ejaculation (ejection of semen through the urethra)
Declension
declension of εκσπερμάτιση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκσπερμάτιση | εκσπερματίσεις |
genitive | εκσπερμάτισης / εκσπερματίσεως | εκσπερματίσεων |
accusative | εκσπερμάτιση | εκσπερματίσεις |
vocative | εκσπερμάτιση | εκσπερματίσεις |
Synonyms
- εκσπερμάτωση f (ekspermátosi)
- εκσπερματισμός m (ekspermatismós)