Definify.com
Definition 2025
εκσπερματίσεις
εκσπερματίσεις
Greek
Noun
εκσπερματίσεις • (ekspermatíseis) n
- Nominative plural form of εκσπερμάτιση (ekspermátisi).
- Accusative plural form of εκσπερμάτιση (ekspermátisi).
- Vocative plural form of εκσπερμάτιση (ekspermátisi).