Definify.com
Definition 2025
ελληνοαμερικάνος
ελληνοαμερικάνος
Greek
Adjective
ελληνοαμερικάνος • (ellinoamerikános) m (feminine ελληνοαμερικάνη, neuter ελληνοαμερικάνο)
- Greek American (of people of Greek ethnicity living in USA)
Declension
positive forms of ελληνοαμερικάνος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ελληνοαμερικάνος | ελληνοαμερικάνη | ελληνοαμερικάνο | ελληνοαμερικάνοι | ελληνοαμερικάνες | ελληνοαμερικάνα |
| genitive | ελληνοαμερικάνου | ελληνοαμερικάνης | ελληνοαμερικάνου | ελληνοαμερικάνων | ελληνοαμερικάνων | ελληνοαμερικάνων |
| accusative | ελληνοαμερικάνο | ελληνοαμερικάνη | ελληνοαμερικάνο | ελληνοαμερικάνους | ελληνοαμερικάνες | ελληνοαμερικάνα |
| vocative | ελληνοαμερικάνε | ελληνοαμερικάνη | ελληνοαμερικάνο | ελληνοαμερικάνοι | ελληνοαμερικάνες | ελληνοαμερικάνα |