Definify.com
Definition 2024
ενδοκρινολογία
ενδοκρινολογία
Greek
Noun
ενδοκρινολογία • (endokrinología) f (uncountable)
Declension
Declension of ενδοκρινολογία (endokrinología)
singular | |
---|---|
nominative | ενδοκρινολογία |
genitive | ενδοκρινολογίας |
accusative | ενδοκρινολογία |
vocative | ενδοκρινολογία |