Definify.com
Definition 2025
ενοχλητικότητα
ενοχλητικότητα
Greek
Noun
ενοχλητικότητα • (enochlitikótita) f (plural ενοχλητικότητες)
- annoyingness, bothersomeness, peskiness
- Η ενοχλητικότητά του είναι γιατί δεν τον αφήνουν να παίξει με τα αλλά παιδιά. ― I enochlitikótitá tou eínai giatí den ton afínoun na paíxei me ta allá paidiá. ― His peskiness is why they don't let him play with other children.
Declension
declension of ενοχλητικότητα
| singular | plural | |
|---|---|---|
| nominative | ενοχλητικότητα | ενοχλητικότητες |
| genitive | ενοχλητικότητας | ενοχλητικοτήτων |
| accusative | ενοχλητικότητα | ενοχλητικότητες |
| vocative | ενοχλητικότητα | ενοχλητικότητες |