Definify.com
Definition 2025
εντατικός
εντατικός
Greek
Adjective
εντατικός • (entatikós) m (feminine εντατική, neuter εντατικό)
Declension
positive forms of εντατικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εντατικός | εντατική | εντατικό | εντατικοί | εντατικές | εντατικά |
| genitive | εντατικού | εντατικής | εντατικού | εντατικών | εντατικών | εντατικών |
| accusative | εντατικό | εντατική | εντατικό | εντατικούς | εντατικές | εντατικά |
| vocative | εντατικέ | εντατική | εντατικό | εντατικοί | εντατικές | εντατικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο εντατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο εντατικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εντατικότερος | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότεροι | εντατικότερες | εντατικότερα |
| genitive | εντατικότερου | εντατικότερης | εντατικότερου | εντατικότερων | εντατικότερων | εντατικότερων |
| accusative | εντατικότερο | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότερους | εντατικότερες | εντατικότερα |
| vocative | εντατικότερε | εντατικότερη | εντατικότερο | εντατικότεροι | εντατικότερες | εντατικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο εντατικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | εντατικότατος | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατοι | εντατικότατες | εντατικότατα |
| genitive | εντατικότατου | εντατικότατης | εντατικότατου | εντατικότατων | εντατικότατων | εντατικότατων |
| accusative | εντατικότατο | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατους | εντατικότατες | εντατικότατα |
| vocative | εντατικότατε | εντατικότατη | εντατικότατο | εντατικότατοι | εντατικότατες | εντατικότατα |
Derived terms
- εντατικώς (entatikós, “naturally”)