Definify.com

Definition 2024


εξημερώνομαι

εξημερώνομαι

Greek

Verb

εξημερώνομαι (eximerónomai) (simple past εξημερώθηκα, active form εξημερώνω, passive)

  1. passive of εξημερώνω (eximeróno)

Conjugation