Definify.com

Definition 2024


επιβιβάζομαι

επιβιβάζομαι

Greek

Verb

επιβιβάζομαι (epivivázomai) (simple past επιβιβάστηκα, active form επιβιβάζω, mediopassive)

  1. board, go aboard

Conjugation

Related terms