Definify.com
Definition 2025
επιρρηματικός
επιρρηματικός
Greek
Adjective
επιρρηματικός • (epirrimatikós) m (feminine επιρρηματική, neuter επιρρηματικό)
Declension
positive forms of επιρρηματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιρρηματικός | επιρρηματική | επιρρηματικό | επιρρηματικοί | επιρρηματικές | επιρρηματικά |
| genitive | επιρρηματικού | επιρρηματικής | επιρρηματικού | επιρρηματικών | επιρρηματικών | επιρρηματικών |
| accusative | επιρρηματικό | επιρρηματική | επιρρηματικό | επιρρηματικούς | επιρρηματικές | επιρρηματικά |
| vocative | επιρρηματικέ | επιρρηματική | επιρρηματικό | επιρρηματικοί | επιρρηματικές | επιρρηματικά |