Definify.com
Definition 2025
επιστημονικός
επιστημονικός
Greek
Adjective
επιστημονικός • (epistimonikós) m (feminine επιστημονική, neuter επιστημονικό)
Declension
 positive forms of επιστημονικός
| number  case / gender  | 
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | επιστημονικός | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικοί | επιστημονικές | επιστημονικά | 
| genitive | επιστημονικού | επιστημονικής | επιστημονικού | επιστημονικών | επιστημονικών | επιστημονικών | 
| accusative | επιστημονικό | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικούς | επιστημονικές | επιστημονικά | 
| vocative | επιστημονικέ | επιστημονική | επιστημονικό | επιστημονικοί | επιστημονικές | επιστημονικά | 
Related terms
- see: επιστήμη f (epistími, “science”)