Definify.com
Definition 2024
επιχειρησιακός
επιχειρησιακός
Greek
Adjective
επιχειρησιακός • (epicheirisiakós) m (feminine επιχειρησιακή, neuter επιχειρησιακό)
Declension
positive forms of επιχειρησιακός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επιχειρησιακός | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακοί | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
genitive | επιχειρησιακού | επιχειρησιακής | επιχειρησιακού | επιχειρησιακών | επιχειρησιακών | επιχειρησιακών |
accusative | επιχειρησιακό | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακούς | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
vocative | επιχειρησιακέ | επιχειρησιακή | επιχειρησιακό | επιχειρησιακοί | επιχειρησιακές | επιχειρησιακά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιχειρησιακός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιχειρησιακός, etc.) |
Related terms
- see: επιχειρώ (epicheiró, “to undertake”)