Definify.com

Definition 2024


επιχειρούμαι

επιχειρούμαι

Greek

Verb

επιχειρούμαι (epicheiroúmai) (simple past επιχειρήθηκα, active form επιχειρώ, passive)

  1. passive of επιχειρώ (epicheiró)

Conjugation

Related terms