Definify.com

Definition 2024


εργάζομαι

εργάζομαι

Greek

Verb

εργάζομαι (ergázomai) (simple past εργάστηκα, deponent)

  1. work
    Εργάστηκε στην τηλεόραση.Ergástike stin tileórasi. ― He worked in television.

Conjugation

Related terms

  • see: έργο n (érgo, work)