Definify.com

Definition 2024


ερπυστριοφόρος

ερπυστριοφόρος

Greek

Adjective

ερπυστριοφόρος (erpystriofóros) m (feminine ερπυστριοφόρος, neuter ερπυστριοφόρο)

  1. (engineering) fitted with caterpillar track

Declension

Related terms