Definify.com
Definition 2024
εσθονικός
εσθονικός
Greek
Adjective
εσθονικός • (esthonikós) m (feminine εσθονική, neuter εσθονικό)
- Estonian (related to the country, people or language)
Declension
positive forms of εσθονικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εσθονικός | εσθονική | εσθονικό | εσθονικοί | εσθονικές | εσθονικά |
genitive | εσθονικού | εσθονικής | εσθονικού | εσθονικών | εσθονικών | εσθονικών |
accusative | εσθονικό | εσθονική | εσθονικό | εσθονικούς | εσθονικές | εσθονικά |
vocative | εσθονικέ | εσθονική | εσθονικό | εσθονικοί | εσθονικές | εσθονικά |
Related terms
- see: Εσθονία f (Esthonía, “Estonia”)