Definify.com
Definition 2024
ευημερίες
ευημερίες
Greek
Noun
ευημερίες • (evimeríes) f
- Nominative plural form of ευημερία (evimería).
- Accusative plural form of ευημερία (evimería).
- Vocative plural form of ευημερία (evimería).
ευημερίες • (evimeríes) f