Definify.com

Definition 2024


εὑρίσκω

εὑρίσκω

See also: ευρίσκω

Ancient Greek

Verb

εὑρίσκω (heurískō)

  1. I happen upon by chance, find
  2. I find out, discover
  3. I acquire, fetch, obtain

Inflection

Derived terms

  • ἀφευρίσκω (apheurískō)
  • ἀνευρίσκω (aneurískō)
  • ἀντεφευρίσκω (antepheurískō)
  • ἐξανευρίσκω (exaneurískō)
  • ἐξευρίσκω (exeurískō)
  • ἐφευρίσκω (epheurískō)
  • ἐνευρίσκω (eneurískō)
  • ἐπεξευρίσκω (epexeurískō)
  • εὕρεσις (heúresis)
  • εὑρετέος (heuretéos)
  • εὑρετής (heuretḗs)
  • εὑρετικός (heuretikós)
  • εὕρετις (heúretis)
  • εὑρετός (heuretós)
  • εὕρετρα (heúretra)
  • εὕρημα (heúrēma)
  • καθευρίσκω (katheurískō)
  • παρεξευρίσκω (parexeurískō)
  • παρευρίσκω (pareurískō)
  • προεξευρίσκω (proexeurískō)
  • προσανευρίσκω (prosaneurískō)
  • προσεξευρίσκω (prosexeurískō)
  • προσεπεξευρίσκω (prosepexeurískō)
  • προσευρίσκω (proseurískō)
  • συνεξευρίσκω (sunexeurískō)
  • συνευρίσκω (suneurískō)
  • ὑπερευρίσκω (hupereurískō)

Descendants

References