Definify.com

Definition 2024


ημερολόγια

ημερολόγια

Greek

Noun

ημερολόγια (imerológia) n

  1. Nominative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
  2. Accusative plural form of ημερολόγιο (imerológio).
  3. Vocative plural form of ημερολόγιο (imerológio).