Definify.com
Definition 2024
ηπατικός
ηπατικός
Greek
Adjective
ηπατικός • (ipatikós) m (feminine ηπατική, neuter ηπατικό)
Declension
positive forms of ηπατικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ηπατικός | ηπατική | ηπατικό | ηπατικοί | ηπατικές | ηπατικά |
genitive | ηπατικού | ηπατικής | ηπατικού | ηπατικών | ηπατικών | ηπατικών |
accusative | ηπατικό | ηπατική | ηπατικό | ηπατικούς | ηπατικές | ηπατικά |
vocative | ηπατικέ | ηπατική | ηπατικό | ηπατικοί | ηπατικές | ηπατικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ηπατικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ηπατικός, etc.) |
Related terms
- ήπαρ n (ípar, “liver”)