Definify.com
Definition 2025
ηπειρωτικός
ηπειρωτικός
Greek
Adjective
ηπειρωτικός • (ipeirotikós) m (feminine ηπειρωτική, neuter ηπειρωτικό)
-  continental (of or relating to a continent or continents)
-  οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός
- the oceans and continental crust
 
 
-  οι ωκεανοί και ο ηπειρωτικός φλοιός
- landlocked
Declension
 positive forms of ηπειρωτικός
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ηπειρωτικός | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικοί | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά | 
| genitive | ηπειρωτικού | ηπειρωτικής | ηπειρωτικού | ηπειρωτικών | ηπειρωτικών | ηπειρωτικών | 
| accusative | ηπειρωτικό | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικούς | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά | 
| vocative | ηπειρωτικέ | ηπειρωτική | ηπειρωτικό | ηπειρωτικοί | ηπειρωτικές | ηπειρωτικά |