Definify.com
Definition 2024
ησυχία
ησυχία
See also: ἡσυχία
Greek
Noun
ησυχία • (isychía) f
- calm, peace, quiet (absence of trouble or problems)
- Θέλω να κάτσω με την ησυχία μου και να διαβάσω. ― Thélo na kátso me tin isychía mou kai na diaváso. ― I want to sit in peace and read.
- quiet, silence (absence of noise)
- Επιτέλους ησυχία τώρα που τελείωσε αυτή η παρέλαση. ― Epitélous isychía tóra pou teleíose aftí i parélasi. ― Finally, (there's) peace now that the parade is over.
Declension
Declension of ησυχία (isychía)
Interjection
ησυχία • (isychía)
- quiet, silence, be quiet
- Ησυχία, παρακαλώ, αρχίζει η παράσταση. ― Isychía, parakaló, archízei i parástasi. ― Quiet, please, the show is starting.