Definify.com
Definition 2024
θεσμός
θεσμός
Greek
Noun
θεσμός • (thesmós) m (plural θεσμοί)
- institution (society custom or practice)
- Ο γάμος αποτελεί θεσμό που επινόησαν οι κοινωνίες.
- Marriage is an institution invented by society.
- Ο γάμος αποτελεί θεσμό που επινόησαν οι κοινωνίες.
Declension
declension of θεσμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θεσμός | θεσμοί |
genitive | θεσμού | θεσμών |
accusative | θεσμό | θεσμούς |
vocative | θεσμέ | θεσμοί |