Definify.com
Definition 2025
θηλαστικός
θηλαστικός
Greek
Adjective
θηλαστικός • (thilastikós) m (feminine θηλαστική, neuter θηλαστικό)
Declension
positive forms of θηλαστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θηλαστικός | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικοί | θηλαστικές | θηλαστικά |
| genitive | θηλαστικού | θηλαστικής | θηλαστικού | θηλαστικών | θηλαστικών | θηλαστικών |
| accusative | θηλαστικό | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικούς | θηλαστικές | θηλαστικά |
| vocative | θηλαστικέ | θηλαστική | θηλαστικό | θηλαστικοί | θηλαστικές | θηλαστικά |