Definify.com
Definition 2024
θηριοδαμαστής
θηριοδαμαστής
Greek
Noun
θηριοδαμαστής • (thiriodamastís) m
- tamer (person who tames and trains wild animals)
Declension
declension of θηριοδαμαστής
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | θηριοδαμαστής | θηριοδαμαστές |
genitive | θηριοδαμαστή | θηριοδαμαστών |
accusative | θηριοδαμαστή | θηριοδαμαστές |
vocative | θηριοδαμαστή | θηριοδαμαστές |