Definify.com

Definition 2024


ιδανικός

ιδανικός

Greek

Adjective

ιδανικός (idanikós) m (feminine ιδανική, neuter ιδανικό)

  1. ideal, model, perfect
    Έχει το ιδανικό βάρος.
    He is the ideal weight.

Declension

Related terms