Definify.com
Definition 2025
ιδιογλωσσία
ιδιογλωσσία
Greek
Noun
ιδιογλωσσία • (idioglossía) f (uncountable)
Declension
Declension of ιδιογλωσσία (idioglossía)
singular | |
---|---|
nominative | ιδιογλωσσία |
genitive | ιδιογλωσσίας |
accusative | ιδιογλωσσία |
vocative | ιδιογλωσσία |
See also
- φρασεολογία f (fraseología, “phraseology”)