Definify.com
Definition 2024
ινδικός
ινδικός
Greek
Adjective
ινδικός • (indikós) m (feminine ινδική, neuter ινδικό)
- Indian (of or pertaining to India)
Declension
positive forms of ινδικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ινδικός | ινδική | ινδικό | ινδικοί | ινδικές | ινδικά |
genitive | ινδικού | ινδικής | ινδικού | ινδικών | ινδικών | ινδικών |
accusative | ινδικό | ινδική | ινδικό | ινδικούς | ινδικές | ινδικά |
vocative | ινδικέ | ινδική | ινδικό | ινδικοί | ινδικές | ινδικά |
Related terms
- ινδική κάνναβη (indikí kánnavi)
See also
- ινδιάνικος (indiánikos)