Definify.com
Definition 2025
ιρλανδικός
ιρλανδικός
Greek
Adjective
ιρλανδικός • (irlandikós) m (feminine ιρλανδική, neuter ιρλανδικό)
Declension
positive forms of ιρλανδικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιρλανδικός | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικοί | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
| genitive | ιρλανδικού | ιρλανδικής | ιρλανδικού | ιρλανδικών | ιρλανδικών | ιρλανδικών |
| accusative | ιρλανδικό | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικούς | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
| vocative | ιρλανδικέ | ιρλανδική | ιρλανδικό | ιρλανδικοί | ιρλανδικές | ιρλανδικά |
Synonyms
- ιρλανδέζικος (irlandézikos, “Irish”) (colloquial)