Definify.com

Definition 2024


ισοδύναμο

ισοδύναμο

Greek

Adjective

ισοδύναμο (isodýnamo)

  1. Accusative masculine singular form of ισοδύναμος (isodýnamos).
  2. Nominative, accusative and vocative neuter singular form of ισοδύναμος (isodýnamos).