Definify.com
Definition 2025
κάνουμε
κάνουμε
Greek
Verb
κάνουμε • (kánoume)
- first-person plural present of κάνω (káno)
- θα κάνουμε: first-person plural perfective future of κάνω (káno)
- θα κάνουμε: imperfective future of κάνω (káno)
κάνουμε • (kánoume)