Definify.com
Definition 2024
κάνω
κάνω
Greek
Alternative forms
- κάμνω (kámno)
Verb
κάνω • (káno) (simple past έκανα, passive form —)
- do
- Θα κάνω ό,τι μου πεις. ― Tha káno ó,ti mou peis. ― I will do what you say.
- Τι κάνεις; ― Ti káneis? ― How do you do?
- make
- κάνω τοστ ― káno tost ― I make toast
- cost
- Πόσο κάνει η βενζίνη; ― Póso kánei i venzíni? ― How much is the petrol?
- start or found (e.g. a company)
- Θα κάνω μια δική μου επιχείρηση. ― Tha káno mia dikí mou epicheírisi. ― I will start my own business.
- take (time)
- Το ταξίδι κάνει τρεις ώρες. ― To taxídi kánei treis óres. ― The journey takes three hours.
- is (weather - cloudy, hot, etc)
- τι καιρό θα κάνει αύριο; ― ti kairó tha kánei ávrio? ― What will the weather be tomorrow?
- produce, give or yield (crop, produce)
- κάνω μήλα ― káno míla ― produce apples
- κάνω αυγά ― káno avgá ― lay eggs
- act, impersonate, play a role
- κάνω τον βλάκα ― káno ton vláka ― play the fool
- spend time
- Έκανα δύο εβδομάδες στην Αθήνα. ― Ékana dýo evdomádes stin Athína. ― I had two weeks in Athens.
Conjugation
κάνω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | κάνω | έκανα | θα κάνω | να κάνω | |
2s | κάνεις | έκανες | θα κάνεις | να κάνεις | κάνε |
3s | κάνει | έκανε | θα κάνει | να κάνει | |
1p | κάνουμε, κάνομε | κάναμε | θα κάνουμε, κάνομε | να κάνουμε, κάνομε | |
2p | κάνετε | κάνατε | θα κάνετε | να κάνετε | κάνετε |
3p | κάνουν, κάνουνε | έκαναν, κάναν, κάνανε | θα κάνουν, κάνουνε | να κάνουν, κάνουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | κάνω, κάμω | έκανα, έκαμα | θα κάνω | να κάνω | |
2s | κάνεις, κάμεις | έκανες, έκαμες | θα κάνεις | να κάνεις | κάνε, κάμε |
3s | κάνει, κάμει | έκανε, έκαμε | θα κάνει | να κάνει | |
1p | κάνουμε, κάνομε, κάμουμε, κάνομε | κάναμε, κάμαμε | θα κάνουμε, κάνομε | να κάνουμε, κάνομε | |
2p | κάνετε, κάμετε | κάνατε, κάματε | θα κάνετε | να κάνετε | κάντε, κάμετε |
3p | κάνουν, κάνουνε, κάμουν, κάνουνε | έκαναν, κάνανε, έκαμαν, κάνανε | θα κάνουν, κάνουνε | να κάνουν, κάνουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω κάνει / κάμει | είχα κάνει / κάμει | θα έχω κάνει / κάμει | να έχω κάνει / κάμει | |
2s | έχεις κάνει / κάμει | είχες κάνει / κάμει | θα έχεις κάνει / κάμει | να έχεις κάνει / κάμει | έχε καμωμένο |
3s | έχει κάνει / κάμει | είχε κάνει / κάμει | θα έχει κάνει / κάμει | να έχει κάνει / κάμει | |
1p | έχουμε κάνει / κάμει | είχαμε κάνει / κάμει | θα έχουμε κάνει / κάμει | να έχουμε κάνει / κάμει | |
2p | έχετε κάνει / κάμει | είχατε κάνει / κάμει | θα έχετε κάνει / κάμει | να έχετε κάνει / κάμει | έχετε καμωμένο |
3p | έχουν κάνει / κάμει | είχαν κάνει / κάμει | θα έχουν κάνει / κάμει | να έχουν κάνει / κάμει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καμωμένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καμωμένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καμωμένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καμωμένο | ||||
Participle: | κάνοντας | Non-finite ‡ | κάνει / κάμει | 164, 1g | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Derived terms
- κάνω εμετό (káno emetó, “to vomit”)
- κάνω κατάληψη (káno katálipsi, “to squat, to occupy a squat”)
- κάνω πίσω (káno píso, “to recoil, to pull back”)
- κάνω τόπι στο ξύλο (káno tópi sto xýlo, “to beat someone up”)
- τα κάνω πλακάκια με (ta káno plakákia me, “to conspire with”) (literally: "to tile something with")
- Πόσο κάνει; (Póso kánei?, “How much?”)