Definify.com

Definition 2024


καλλιτεχνικός

καλλιτεχνικός

Greek

Adjective

καλλιτεχνικός (kallitechnikós) m (feminine καλλιτεχνική, neuter καλλιτεχνικό)

  1. artistic
    καλλιτεχνικός διεθυντήςkallitechnikós diethyntís ― artistic director

Declension