Definify.com

Definition 2024


καστανοκίτρινος

καστανοκίτρινος

Greek

Adjective

καστανοκίτρινος (kastanokítrinos) n (feminine καστανοκίτρινη, neuter καστανοκίτρινο)

  1. (color) yellow-brown, fawn

Declension

Noun

καστανοκίτρινος (kastanokítrinos) n (uncountable)

  1. (color) yellow-brown, fawn

Declension