Definify.com
Definition 2025
κατάπληκτος
κατάπληκτος
Greek
Adjective
κατάπληκτος • (katápliktos) m (feminine κατάπληκτη, neuter κατάπληκτο)
Declension
positive forms of κατάπληκτος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κατάπληκτος | κατάπληκτη | κατάπληκτο | κατάπληκτοι | κατάπληκτες | κατάπληκτα |
genitive | κατάπληκτου | κατάπληκτης | κατάπληκτου | κατάπληκτων | κατάπληκτων | κατάπληκτων |
accusative | κατάπληκτο | κατάπληκτη | κατάπληκτο | κατάπληκτους | κατάπληκτες | κατάπληκτα |
vocative | κατάπληκτε | κατάπληκτη | κατάπληκτο | κατάπληκτοι | κατάπληκτες | κατάπληκτα |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κατάπληκτος, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κατάπληκτος, etc.) |
Related terms
- see: καταπληκτικός (katapliktikós, “amazing, fantastic, astounding”)